ευμοιρώ

ευμοιρώ
(ε) αμετ. уст.
1) быть богатым (о человеке); иметь в изобилии (что-л.); 2) быть счастливым;

§ ευμοιρώ πολλής παιδείας — обладать большими знаниями


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ευμοιρώ" в других словарях:

  • ευμοιρώ — (ΑΜ εὐμοιρῶ, έω) [εύμοιρος] έχω καλή τύχη, ευτυχώ, ευδαιμονώ νεοελλ. έχω την καλή τύχη να έχω στην κατοχή μου, να κατέχω μσν. αρχ. έχω αφθονία κάποιου πράγματος, είμαι πλούσιος σε κάτι («τῆς κρείττονος παρά σοι εὐμοιρησάτω καὶ μερίδος καὶ… …   Dictionary of Greek

  • εὐμοιρῶ — εὐμοιρέω to be well off for pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐμοιρέω to be well off for pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμοίρῳ — εὔμοιρος well endowed by fortune masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμοιρατώ — εὐμοιρατῶ, έω (Α) ευμοιρώ* …   Dictionary of Greek

  • κατευμοιρώ — κατευμοιρῶ, έω (Μ) ευτυχώ πολύ, έχω καλή τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐμοιρῶ «έχω καλή τύχη»] …   Dictionary of Greek

  • προευμοιρώ — έω, Μ απολαμβάνω προηγουμένως κάτι, έχω την καλή τύχη να προαπολαύσω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐμοιρῶ «έχω καλή τύχη, ευτυχώ, ευδαιμονώ»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»